Με το Ν. 4549/2018 «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 και λοιπές διατάξεις» εισήχθησαν σημαντικές αλλαγές στις προϋποθέσεις υπαγωγής υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων στο Ν. 3869/2010 (Νόμος Κατσέλη), οι οποίες έχουν αναλυθεί εκτενώς σε προηγούμενο άρθρο της Newlaw. Μεταξύ των τροποποιήσεων του Ν.4549/2018, βρίσκεται και η άρση του τραπεζικού απορρήτου του άρθρου 1 του ν. 1059/1971 με δήλωση του οφειλέτη, η οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του αρμόδιου Ειρηνοδικείου μαζί με την αίτηση.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 58 παρ. 1 του Ν.4549/2018 ορίζει:
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 προστίθενται περιπτ. γ΄ και δ΄ ως εξής:
«γ) δήλωση του οφειλέτη ότι παρέχει άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, να διαβιβάζει, έως τη συζήτηση της αίτησης, στους πιστωτές κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων (άρση τραπεζικού απορρήτου του άρθρου 1 του ν. 1059/1971, Α΄ 270) για τη χρονική περίοδο από πέντε έτη πριν την άσκηση της αίτησης έως την ημέρα της συζήτησής της, καθώς και ότι παρέχει άδεια προς τους πιστωτές, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, να προβαίνουν αποκλειστικά για το σκοπό δικαστικής και εξώδικης διαχείρισης της αίτησης σε επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από τα πιστωτικά ιδρύματα,
δ) υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη ότι δεν έχει πτωχευτική ικανότητα».
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται για τις αιτήσεις που κατατίθενται από 14 Ιουνίου 2018, δηλαδή από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4549/2018 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 105). Παράλληλα, όμως, στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 68, προβλέπεται η αυτοδίκαια άρση του τραπεζικού απορρήτου και για όσες αιτήσεις είναι εκκρεμείς σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό από τις 14 Σεπτεμβρίου 2018, εκτός αν ο οφειλέτης παραιτηθεί. Ειδικότερα:
3. Μετά την πάροδο τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η δήλωση της περίπτ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 λογίζεται ότι υποβλήθηκε, στις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό, εκτός αν σε αυτό το χρονικό διάστημα ο οφειλέτης παραιτηθεί από την αίτησή του.
Ουσιαστικά, ο νόμος εισάγει ένα τεκμήριο ότι ο οφειλέτης του οποίου η αίτηση έχει λάβει αριθμό κατάθεσης και εκκρεμεί στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο συναινεί στην άρση του τραπεζικού απορρήτου του, εκτός αν παραιτηθεί από αυτή. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δημιουργείται πρόβλημα ως προς τη νομιμότητα της συναίνεσης αυτής καθώς τα τραπεζικά στοιχεία και οι κινήσεις του λογαριασμού ενός οφειλέτη εμπίπτουν στην έννοια των προσωπικών δεδομένων κατά το Γενικό Κανονισμό 2016/679 για την Προστασία των Δεδομένων (ΓΚΠΔ), ως στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου (άρθρο 4 περ. 1 ΓΚΠΔ και Προοίμιο 20). Επομένως, κάθε συγκατάθεση για τη διαβίβαση και επεξεργασία αυτών των στοιχείων πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ΓΚΠΔ, και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 και στο Προοίμιο 32 το οποίο προβλέπει:
(32) Η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, ή με προφορική δήλωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η σιωπή, τα προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως συγκατάθεση. Η συγκατάθεση θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διενεργείται για τον ίδιο σκοπό ή για τους ίδιους σκοπούς. Όταν η επεξεργασία έχει πολλαπλούς σκοπούς, θα πρέπει να δίνεται συγκατάθεση για όλους αυτούς τους σκοπούς. Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων πρόκειται να δοθεί κατόπιν αιτήματος με ηλεκτρονικά μέσα, το αίτημα πρέπει να είναι σαφές, περιεκτικό και να μην διαταράσσει αδικαιολόγητα τη χρήση της υπηρεσίας για την οποία παρέχεται.
Αντίθετα στη διάταξη αυτή, ο Ν.4549/2018 εκλαμβάνει την ενέργεια του οφειλέτη να καταθέσει αίτηση για την υπαγωγή του στο Νόμο Κατσέλη ως συγκατάθεση για την άρση του τραπεζικού του απορρήτου, ακόμη και 7-8 χρόνια πριν από την ψήφιση των τελευταίων τροποποιήσεων του Νόμου. Σε περίπτωση δε διαφωνίας του οφειλέτη – υποκειμένου των δεδομένων, η τελευταία τροποποιητική διάταξη του Ν. 3869/2010 απαιτεί εκβιαστικά την υποβολή παραίτησης!
Δεν πρόκειται εδώ σε καμία περίπτωση για ρητή δήλωση συγκατάθεσης, η οποία δίνεται εν πλήρει επιγνώσει του νόμου και των συνεπειών του. Δεδομένων των αυστηρών προϋποθέσεων του ΓΚΠΔ και των οδηγιών της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 για τη μορφή και τις προϋποθέσεις της συγκατάθεσης η νέα αυτή διάταξη του πολύπαθου πλέον Ν. 3869/2010 που τεκμαίρει συγκατάθεση από την αδράνεια του οφειλέτη είναι απαράδεκτη και αντίκειται φανερά στο ΓΚΠΔ αλλά και στο γενικότερο πνεύμα της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας που επιβάλει αυστηρές προϋποθέσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Για το λόγο αυτό προτείνεται η υποβολή καταγγελίας στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), καθώς και η ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, ενόψει της σοβαρότητας του θέματος.