Απασχολεί κατά κόρον τους νομικούς της πράξης η χρήση εγγράφων ή φωτογραφιών που περιέχουν προσωπικά δεδομένα ως αποδεικτικών μέσων.
Παραδείγματα: α. χρήση φωτογραφίας αντιδίκου από το facebook που τον δείχνει να κάνει διακοπές ενώ επικαλείται οικονομική αδυναμία.
β. χρήση φωτογραφίας αντιδίκου από το δρόμο ενώ επικαλείται αδυναμία να περπατήσει.
γ. χρήση emails που αποδεικνύουν αθέμιτη σύμπραξη δύο συναλλασσόμενων.
Τα ανωτέρω λοιπόν αφορούν στο επιτρεπτό της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων ως αποδεικτικών μέσων σε μια δίκη (με νομική βάση το «έννομο συμφέρον του» ως υπεύθυνου επεξεργασίας εκ του άρθρου 5 παρ. § 2 ε' του ν. 2472/1997) χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους. Παγιώς γίνεται δεκτό (ΟλΑΠ 1/2017) ότι η συνταγματική προστασία από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν υποχωρεί μπροστά στην συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, παρά μόνο όταν η χρήση αυτών είναι «απολύτως αναγκαία» ώστε αποτελεί «έσχατο καταφύγιο» του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών στο πλαίσιο μιας στάθμισης μεταξύ δικαιωμάτων στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (Σ 9 Α) και την δικαστική προστασία (Σ 20 παρ. 1).
Η υπ’ αριθ. 1/2017 απόφαση της Ολομελείας του Ανώτατου Ακυρωτικού αναφέρει ότι «… η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005), όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος)». Αναγνωρίζει ότι τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα, αλλά όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.
Έτσι, ερμηνεύοντας το ως άνω άρθρο 5 παρ. § 2 ε' του ν. 2472/1997, και ακολουθώντας την πάγια θέση της ΑΠΔΠΧ ότι η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν «ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα» αναγνωρίζει ως επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία οι εναγόμενοι πρώην υπάλληλοι της αναιρεσείουσας υπευθύνου επεξεργασίας συνέταξαν, απέστειλαν ή και παρέλαβαν στον χώρο εργασίας τους με χρήση εταιρικών υπολογιστών μέσω όχι προσωπικών, αλλά εταιρικών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την οποία η διάδικος που επεξεργάστηκε τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα ως αποδεικτικά μέσα τους είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας τους.
Έτσι κρίθηκε ότι η συλλογή και επεξεργασία που δεν απέβλεπε μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων της υπευθύνου (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) αλλά και στην διασφάλιση της εμπορικής πίστης και, εν τέλει, στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού δικαιολογεί την κάμψη της απαγόρευσης της συνταγματικής αρχής της χρησιμοποίησης αποδεικτικών μέσων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου διότι ήταν «αναγκαία» για την θεμελίωση της ένδικης αγωγής της διαδίκου αναιρεσείουσας.
Με τη χρήση αυτή σκοπός επεξεργασίας ήταν η απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου της αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα – υπεύθυνη επεξεργασίας διάδικο συμπεριφοράς που πρώην εργαζόμενοι/ αντίδικοί της – υποκείμενα των δεδομένων, την οποία δεν μπορούσε να αποδείξει αλλιώς, παρά μόνο μέσο της επίκλησης των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων – εγγράφων, emails κτλ – που αποδείκνυαν αθέμιτη συμπεριφορά των υποκειμένων σε βάρος της. Έτσι κρίθηκε ότι η επεξεργασία των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας αναιρεσείουσας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος) ήταν καθ’ όλα θεμιτή και η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 5 § 2 ε' του νόμου ν. 2472/1997, κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών".
Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ` του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων.
Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί.
Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας).